παρρησία

παρρησία
-ας + N 1 1-0-0-5-6=12 Lv 26,13; Jb 27,10; Prv 1,20; 10,10; 13,5
confidence Jb 27,10; freedom of action Sir 25,25; boldness Wis 5,1; boldness of speech 4 Mc 10,5
μετὰ παρρησίας openly Lv 26,13; with boldness 1 Mc 4,18; plainly, confidently 3 Mc 4,1
Cf.
LARCHER 1984, 355; MIQUEL 1986, 204; VAN UNNIK 1962, 1-19; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρρησία — παρρησίᾱ , παρρησία outspokenness fem nom/voc/acc dual παρρησίᾱ , παρρησία outspokenness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… …   Dictionary of Greek

  • παρρησίᾳ — παρρησίαι , παρρησία outspokenness fem nom/voc pl παρρησίᾱͅ , παρρησία outspokenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησία — η το θάρρος της γνώμης, η ειλικρινής έκφραση απόψεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρρησίας — παρρησίᾱς , παρρησία outspokenness fem acc pl παρρησίᾱς , παρρησία outspokenness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίαι — παρρησία outspokenness fem nom/voc pl παρρησίᾱͅ , παρρησία outspokenness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίαν — παρρησίᾱν , παρρησία outspokenness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησιῶν — παρρησία outspokenness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίαις — παρρησία outspokenness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίη — παρρησία outspokenness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρρησίην — παρρησία outspokenness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”